κακοχείμερος

κακοχείμερος
κακοχείμερος,, ον,
A unfitted to endure winter, Sor.1.41.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακοχείμερος — κακοχείμερος, ον (Α) ο ανίκανος ή ακατάλληλος, απρόσφορος στο να υπομείνει χειμώνα, να ανεχθεί κακοκαιρία («κακοχείμεροι φύσεις», Σωρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χείμερος, ποιητ. τ. τού χειμέριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”